αποκαθιστώ

αποκαθιστώ
κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, -άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω)
επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ.
νεοελλ.
εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς τους χρήματα, δυνατότητες για μόρφωση ή παντρεύοντάς τα
αρχ.-μσν.
(για χρήματα) επιστρέφω, εξοφλώ
μσν.
1. φέρνω κάποιον σε νέα κατάσταση
2. εγκαθιστώ
3. τακτοποιώ, ρυθμίζω
4. εκτελώ, πραγματοποιώ
5. (για συμφωνία) συνάπτω, συνομολογώ
αρχ.
1. αποδίδω κάτι σ' αυτόν που του ανήκει
2. (-ομαι) καταντώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκαθιστώ — αποκαθιστώ, αποκατέστησα βλ. πίν. 158 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκαθιστώ — βλ. λ. αποκατασταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκαθιστῶ — ἀποκαθίστημι re establish pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀ̱ποκαθιστῶ , ἀποκαθιστάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποκαθιστάω pres imperat mp 2nd sg ἀποκαθιστάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποκαθιστάω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… …   Dictionary of Greek

  • Apocatástasis — Saltar a navegación, búsqueda Apocatástasis (del griego αποκαθιστώ pronunciado apokacistó : poner una cosa en su puesto primitivo, restaurar), es un concepto especialmente utilizado por Orígenes, y que según él, significa que en el fin de los… …   Wikipedia Español

  • αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… …   Dictionary of Greek

  • ανέζω — ἀνέζω (Α) (άχρηστος ενεστώτας) [έζομαι] 1. καθίζω, τοποθετώ 2. αποκαθιστώ στη θέση του 3. ( ομαι) κάθομαι ἀνέζομαι κάθομαι, ανακαθίζω …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναμάχομαι — (Α ἀναμάχομαι) μάχομαι εκ νέου, ξαναπολεμώ, ανανεώνω μάχη κυρίως μετά από ήττα αρχ. 1. διαπληκτίζομαι εκ νέου, αντικρούω με λόγια 2. επανορθώνω ζημιά, αποκαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”